κονσόλας

κονσόλας
και κόνσολος, ο
πρόξενος ή υποπρόξενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. consolo < λατ. consul «ύπατος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κονσόλα — I Κινητό βοηθητικό έπιπλο, που στηρίζεται στον τοίχο και σε δύο πόδια με σιγμοειδή κάμψη. Την εποχή της Αναγέννησης η κ. στηριζόταν στον τοίχο ή την αναρτούσαν σε αυτόν και ήταν διακοσμημένη με διάφορα κομψοτεχνήματα. Ήταν κατασκευασμένη από ξύλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”